DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grènrör n ~et; pl. ~
chem. διακλάδωση σωλήνα; προσαρμογή σωλήνα; διακλάδωση; διακλάδωση Υ
forestr. πολλαπλή
mater.sc. σιαμαίος σύνδεσμος; σύνδεσμος διακλάδωσης ροής