DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grö̀da n ~n grödor
gen. θερισμός m
agric. καλλιέργεια
grodor n
environ. άνουρα f; άκερκα f (βάτραχοι); άνουρα/άκερκα βάτραχοι
nat.res. βατράχια f (Rana)