DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
gränsskikt n ~et; pl. ~
commun., IT, el. διασύνδεση; διεπαφή; διεπικοινωνία f; όριο διασυνδέσεως
earth.sc. οριακό υπόστρωμα
el. όριο
mech.eng. οριακό στρώμα
gränsskikt
: 2 phrases in 1 subject
Health care2