DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grä̀nsvärde n ~t ~n
commun., IT στάθμη περιορισμού
environ. οριακή τιμή; τιμή αποκλεισμού
industr., construct., chem. όρια τοξικότητας
IT συνοριακή τιμή