DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
grä̀ns n ~en ~er
comp., MS όριο
econ. σύνορα f
environ. ανάχωμα f; άκρο m; μεθόριος m; παρυφή; ανάχωμα/άκρο/παρυφή/μεθόριος f
fin. ανώτατο όριο
law, insur., el. σύνορο m
nat.sc., life.sc. Παρυφή όριο
transp. όριον ζώνης
gràn n ~et; pl. ~
gen. κόκκος m
forestr. ερυθρελάτη (Picea abies); νορβηγική ερυθρελάτη