DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
golvbeläggning n ~en ~ar
agric., construct. δάπεδο m
econ. επίστρωση δαπέδου
industr. επικάλυψη ξύλινων δαπέδων
industr., construct. επένδυση δαπέδου; κατασκευή δαπέδου