DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
gòdkännande n ~t ~n
construct. κατακύρωσις m; αποδοχή
econ. έγκριση
environ. εξουσιοδότηση; άδεια; εξουσιοδότηση/άδεια/έγκριση
fin. προσυπογράφω; θεώρηση
tech., mater.sc. παραδοχή
gòdkänna v
gen. εγκρίνω