DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
glìdning n ~en ~ar
agric., industr., construct. μετατόπισις λόγω διατμήσεως
earth.sc., construct. εφαπτομενική παραμόρφωση
el. ολίσθηση
industr., construct. γλίστρημα f; πέρασμα f; ροή