DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
glasýr [-y´r] n ~en ~er
chem. χυτομάζα,μπαρμποτίνα,υδατικό αιώρημα του εφυαλώματος
el. εφυάλωμα
environ. υαλόπαγος; διαφανές χρώμα; εφυάλωση; στιλπνότητα f
industr., construct., chem. Σμάλτο διαφανές