DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
glaséring n ~en
el. γυαλοποίηση; παθητικότητα με στρώμα γυαλιού μιας συσκευής
environ. υαλοποίηση
fish.farm., food.ind. επίπαγος; επικάλυψη κατεψυγμένων τροφίμων
industr., construct., met. εφυάλωμα
IT, el. επι-υάλωση