DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
glàs n ~et; pl. ~
econ. ύαλος m
environ. γυαλί; κρύσταλλο; ποτήρι; υαλοπίνακας f; Γυαλί; Γυαλιά f; ύαλος/γυαλί/υαλοπίνακας/ποτήρι/κρύσταλλο m
health. προστατευτικό γυαλί