DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
glàns n ~en
chem., construct. λουστράρισμα f; στίλβωση
earth.sc., el. λάμψη
environ. στιλπνότητα f
industr., construct. γυαλάδα
glä̀nsande v
industr., construct. στιλπνό