DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gjutkanal n
met., mech.eng. δίαυλος τροφοδοσίας; δίοδος τροφοδοσίας; κανάλι τροφοδοσίας; καρδία; καρότο m; κύλινδρος m; πυρήνας f