DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gjùtform n ~en ~ar
construct. "καλούπια"; κοίλοι τύποι
el. καλούπι; καλούπι χύτευσης; τύπος χύτευσης
hobby, social.sc., construct. καλούπωμα; κατασκευή καλουπιού
industr. μήτρα χελωνών; μήτρα χελώνας
industr., construct. μήτρα χυτεύσεως; τύπος χυτεύσεως
industr., construct., chem. Aφαλός πυριμάχων