DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gitter [git´er el. jit´er] v gitte, gittat, pres. gitter
agric. φωτοερμηνευτικόν όργανον εκτιμήσεως πυκνότητος συγκομώσεως
earth.sc., mech.eng. πτερύγια εν σειρά,εν διαδοχή
law, insur., el. πλέγμα; φράγμα περιθλάσεως