Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Slovene
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
genomslag
n ~et; pl. ~
chem.
αιμάτωση
chem., construct.
διαρροή κόλλας
earth.sc.
διάσπαση
;
καταστροφική διάσπαση
;
διάτρηση
el.
διακοπή
;
δημιουργία τόξου διά μέσου του μονωτικού υλικού
;
διάσπαση του διηλεκτρικού
;
ηλεκτρική κατάρρευση
industr., construct.
διείσδυση
;
τρύπημα
industr., construct., chem.
έκχυση
life.sc., coal.
μεταλλευτικό ξετρύπημα
;
σύνδεση με διάτρηση
;
εγκάρσιο
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips