DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
genomslag n ~et; pl. ~
chem. αιμάτωση
chem., construct. διαρροή κόλλας
earth.sc. διάσπαση; καταστροφική διάσπαση; διάτρηση
el. διακοπή; δημιουργία τόξου διά μέσου του μονωτικού υλικού; διάσπαση του διηλεκτρικού; ηλεκτρική κατάρρευση
industr., construct. διείσδυση; τρύπημα
industr., construct., chem. έκχυση
life.sc., coal. μεταλλευτικό ξετρύπημα; σύνδεση με διάτρηση; εγκάρσιο