DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gènomgång n ~en ~ar
gen. ενημέρωση,οδηγίες; συνοπτική ενημέρωση; πέρασμα f
interntl.trade. συνεδρίαση απολογισμού
IT, dat.proc. περιδιάβαση