DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gènombrott n ~et; pl. ~
gen. διαχωρισμός m; σημαντική διάσπαση ή ανακάλυψη
agric. Υπερπήδηση
construct. ρήγμα f
el. διάσπαση; για ελεγχόμενο Ανορθωτή Πυριτίου; διάτρηση; διαπέρασμα