DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gáller [gal´er] n gallret; pl. ~, best. pl. gallren
construct. εσχάρα δοκών; εσχάρα f; ραβδοκόσκινον; εσχάρα αρμού
environ. ραβδωτή εσχάρα
health. πλέγμα
stat., scient. δίκτυο m