DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gàta n ~n gator
gen. δρόμος m
environ. πορεία m; δρόμος/πορεία m; οδός/δρόμος m
IT ποταμοειδής εμφάνιση κειμένου; ποταμοειδής εμφάνιση
transp. οδός m (ruga, stratum)
gåta n ~n gåtor
gen. αίνιγμα f