DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gàffel [gaf´el] n ~n gafflar
gen. πιρούνι
construct. διακλάδωση
industr., construct., met. πηρούνα
mater.sc. εφέδρανο αυλού; φορείο πυροσβεστικού αυλού
transp. κόμβος μορφής "Υ"; μερισμός