DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
göt n ~t ~n
met. πλίνθωμα χύτευσης; όγκοι πρωτογενούς χύτευσης
met., el. πλίνθωμα f; ράβδος μετάλλου; χελώνα; όγκος μετάλλου