DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gångart n ~en ~er
hobby, agric. βάδισμα; κίνηση
mining. άγονο; γαιώδεις προσμίξεις; στείρο; σύνδρομα ορυκτά; χώμα μεταλλεύματος