DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gå̀va n ~n gåvor
gen. δώρο
commun. δωρεάν απόκτηση
econ. κληροδότημα f
law δωρεά
law, fin. δωρεά-διανομή
gåvor n
account. δωρεές