DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
gàs n ~en
econ. αέριο m
stat., coal. αέριο εργοστασίων αερίου
transp. στραγγαλιστή βαλβίδα
gàser n
environ. αναθυμιάσεις m; καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις m
gå̀s v
ornit. εταχτόχηνα (Anser anser (domesticus))
gǻ v
gen. περπατώ