DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
gå̀ng n ~en ~er
gen. πρόχωμα,ανάχωμα; φλέβα λίθων; περπάτημα f
agric. διάστημα μεταξύ των γραμμών; πλάτος διαδρόμου; στοά εντόμου
construct. διάδρομος m
life.sc., coal. ζώνη ρωγμάτωσης
gǻngen n
gen. προηγούμενη; προηγούμενο; προηγούμενος
gäng n ~et; pl. ~
gen. σπείρα f