DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fyrkant n ~en ~er
environ. τετράγωνο m; πλατεία/τετράγωνο m
IT διάστημα εμ; τετράγωνο εμ
IT, dat.proc. εμ
mech.eng. αρσενικό τετράγωνο