DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fyllmedel n
chem. αντιφθοροποιαί χρωστικαί ουσίαι; πληρωτικό m
earth.sc., chem. μέσον πληρώσεως; πλήσμα; συστατικόν προς αύξησιν όγκου ή βάρους
industr., construct. πληρωτικό υλικό; υλικό πλήρωσης
mater.sc., el. γέμισμα f
tech., industr., construct. επιβαρυντικό m; πρόσθετο υλικό
tech., mater.sc. υλικό πληρώσεως κενών