DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fỳllning n ~en ~ar
construct. δίχως κενά μεταξύ των αρμών
earth.sc., mech.eng. πλήρωση κυκλώματος
industr., construct. πληρωτικό υλικό; φορτίο m; γέμισμα μόνωσης; γέμισμα f
industr., construct., chem. τοποθέτηση σε πυροδοχείο
transp. φόρτωση Ε/Κ