DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fusión n ~en ~er
gen. συγχώνευση δι'απορροφήσεως
econ. ολοκλήρωση; συγκέντρωση; συγκεντροποίηση; συγχώνευση; συγχώνευση OPE