DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
funktión n ~en ~er
gen. λειτουργία m
comp., MS δυνατότητα f
fin. συνάρτηση χρησιμότητας; συνάρτηση ωφελιμότητας
IT συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία