DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fundamént [-men´t] n ~et; pl. ~
construct. θεμελίωση; Πέλμα f
econ., fin. θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας; βασικά οικονομικά μεγέθη
industr. βάση αγκυρώσεως
transp., mech.eng. πλάκα έδρασης; πλάκα ρύθμισης πλάτους