DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fuktkvot n
chem. επί τοις εκατό υγρασία; περιεκτικότητα σε νερό; περιεκτικότητα σε υγρασία; περιεκτικότητα σε ύδωρ
industr., construct. ανάκτηση
nat.sc., industr., construct. βαθμός υγρασίας; συγκράτηση σε υγρασία; σχετική συγκράτηση ύδατος
tech., industr., construct. ανάκτηση υγρασίας