DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fukthalt n ~en ~er
gen. περιεκτικότης εις υγρασίαν
agric., industr. ανίχνευση υγρασίας; ποσοστό υγρασίας
chem. υγρά αζώτου
forestr. περιεχόμενη υγρασία
nat.sc. περιεκτικότητα σε νερό; περιεκτικότητα σε υγρασία
tech., industr., construct. υγρασία επί τοις εκατό