DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fùllmakt n ~en ~er
gen. ένταλμα
comp., MS πάγια εντολή; εντολή πληρωμής; εντολή
econ. αντιπροσώπευση
fin. πράξη μεταβίβασης εξουσιών; εξουσιοδότηση; μεταβίβαση αρμοδιοτήτων; πράξη μεταβίβασης των εξουσιών
law εξουσία εκπροσώπησης; χορήγηση πληρεξουσιότητας; πληρεξουσιότητα f; δικαίωμα αντιπροσώπευσης; πληρεξούσιο