DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
frìtid n ~en
econ. αναψυχή
environ. ελεύθερος χρόνος; μαζική διασκέδαση; διάλειμμα f; αναψυχή/διάλειμμα
kollektivfrìtid n
environ. μαζική διασκέδαση αναψυχή