DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
frekvensdelning n
commun. διαίρεση συχνότητας
commun., el. διαμοιρασμός συχνοτήτων; κοινή χρήση συχνοτήτων
el. πολλαπλή πρόσβαση με διαίρεση συχνότητας