DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
framriktning n
commun. τηλεπικοινωνιακή σύνδεση μετάβασης
earth.sc., tech. ορθή φορά
el. πρόσω κατεύθυνση; ορθή κατεύθυνση; διεύθυνση εποπτείας; ένωση; λειτουργία m
life.sc., transp., el. πρόσω κατεύθυνση σε κυκλοφορητή ή απομονωτή