DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
frö n ~et; pl. ~n el. ( om frösorter ) ~er
gen. σπόρος m
agric. σπόροι προς σπορά
environ. σπόριο βιολογικός όρος
forestr. σπόρος μύκητα
frö
: 1 phrase in 1 subject
Marketing1