DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
frå̀nvaro n ~n
gen. έλλειψη
lab.law. απουσία λόγω ασθενείας; απουσία μισθωτού; μη παραγωγικός χρόνος
law αφάνεια
law, lab.law. απουσία f