DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
frå̀geformulär n ~et; pl. ~
account. ερωτηματολόγιο εσωτερικού ελέγχου
math. ερωτηματολόγιο m; Πρόγραμμα
stat. κατάλογος m; ερωτηματολόγιο m; Πρόγραμμα