DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
frä̀sa v
agric. καλλιεργώ το έδαφος με φρέζα
industr., construct. εκγλύφω; φραιζάρω
met., mech.eng. τορνάρω; φρεζάρω; αφαιρώ με φρεζάρισμα; καθαρίζω με φρεζάρισμα