DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
formpressning n ~en
chem. διαμόρφωση στην πρέσα; εκτύπωση
industr., construct., chem. διαμόρφωση με προσαρμοσμένα μεταλλικά εκμαγεία
mater.sc., mech.eng. καλούπωμα με συμπίεση