DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
forminsats n
chem. διάκενο αποτυπώματος; διάκενο κοιλότητας καλουπιού
industr., construct., chem. εξάρτημα σχηματισμού κοιλώματος
met., mech.eng. εκμαγείο; καλούπι; μοντέλο m; πρότυπο m