DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
formatering n ~en ~ar
IT μορφοποιώ,φορμάρω
IT, dat.proc. διαδικασία τελειώματος γραμμής; διεργασία κατάστρωσης; μορφοτύπηση
formatering
: 1 phrase in 1 subject
Politics1