DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
formát [-a´t] n ~et; pl. ~
gen. μορφοποίηση
commun. μορφότυπο m
IT, dat.proc. χαρακτηριστικό της μορφής
fòrma v
gen. διαμορφώνω
met. μορφοποιώ; μορφώνω; σχηματίζω; καλουπιάζω
format
: 4 phrases in 4 subjects
Economics1
General1
Law1
Metallurgy1