DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
fontä́n [-ä´n] n ~en ~er
environ. πίδακας f; κιβώτιο μελάνης; κρήνη; πηγή; ψύκτης; πίδακας/κρήνη/πηγή/ψύκτης/κιβώτιο μελάνης
fontän
: 1 phrase in 1 subject
Law1