Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Bulgarian
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Maltese
Portuguese
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
fondkommissionär
n ~en ~er
fin.
γραφείο μεσαζόντων
;
χρηματιστηριακό γραφείο
;
χρηματομεσιτικό γραφείο
;
χρηματιστηριακή εταιρία
;
θεματοφύλακας χρεογράφων
;
χρηματιστής ολοκληρωμένων υπηρεσιών
;
χρηματιστής που παρέχει όλες τις υπηρεσίες
;
χρηματιστής-διαπραγματευτής
;
θεματοφύλακας
f
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips