DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
fondförvaltare n ~n; pl. ~, best. pl. -förvaltarna
fin. επιχείρηση διαχείρισης κεφαλαίων; θεματοφύλακας f; καταπιστευματοδόχος m
fondförvaltare
: 3 phrases in 2 subjects
Health care2
Industry1