DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fokus [fo´k-] n ~et hellre än ~en
comp., MS εστίαση εισόδου
earth.sc. εστία f; σεισμική εστία; υπόκεντρο m
health. εστιακό σημείο
med. εστία μόλυνσης